Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
View word page
συμπεριγίγνομαι
συμπερι-γίγνομαι, aor. part. -γενόμενον glossed by συμπεριλαμβανόμενον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπεριγίγνομαι
Headword (normalized):
συμπεριγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριγιγνομαι
IDX:
98620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-γίγνομαι</span>, aor. part. <span class="foreign greek">-γενόμενον</span> glossed by <span class="foreign greek">συμπεριλαμβανόμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}