Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
View word page
συμπεριβομβέω
συμπερι-βομβέω,
A). buzz about together, Them. Or. 2.36a .


ShortDef

buzz about together

Debugging

Headword:
συμπεριβομβέω
Headword (normalized):
συμπεριβομβέω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριβομβεω
IDX:
98619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98620
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-βομβέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">buzz about together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg002:36a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg002:36a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 2.36a </a>.</div> </div><br><br>'}