Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπερασμός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
View word page
συμπεριβάλλω
συμπερι-βάλλω,
A). cover all round together, Dsc. Eup. 2.20 , Gal. 18(2).896 .


ShortDef

cover all round together

Debugging

Headword:
συμπεριβάλλω
Headword (normalized):
συμπεριβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριβαλλω
IDX:
98618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover all round together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.20 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).896 </span>.</div> </div><br><br>'}