Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερασμός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
View word page
συμπεριάγνυμαι
συμπερι-άγνῠμαι, Pass.,
A). to be curved all round, -νύμενος κόλπος Sch. D.P. 121 .


ShortDef

to be curved all round

Debugging

Headword:
συμπεριάγνυμαι
Headword (normalized):
συμπεριάγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριαγνυμαι
IDX:
98613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98614
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερι-άγνῠμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be curved all round</span>, <span class="foreign greek">-νύμενος κόλπος</span> Sch. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:121" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:121/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 121 </a>.</div> </div><br><br>'}