Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερασμός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
συμπεριγράφω
View word page
συμπέρθω
συμπέρθω,
A). destroy with or together, E. Hel. 106 (tm.).


ShortDef

to destroy with

Debugging

Headword:
συμπέρθω
Headword (normalized):
συμπέρθω
Headword (normalized/stripped):
συμπερθω
IDX:
98611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπέρθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">destroy with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg014.perseus-grc1:106" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg014.perseus-grc1:106/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hel.</span> 106 </a> (tm.).</div> </div><br><br>'}