Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπέπτω
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερασμός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγίγνομαι
View word page
συμπεράω
συμπεράω
,
A).
cross
a river
together
, Lex. ap.
Plot.
de Pulchr.
p.134
Creuzer.
ShortDef
cross a river together
Debugging
Headword:
συμπεράω
Headword (normalized):
συμπεράω
Headword (normalized/stripped):
συμπεραω
IDX:
98610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98611
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπεράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cross</span> a river <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, Lex. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plot.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">de Pulchr.</span> p.134 </span> Creuzer.</div> </div><br><br>'}