Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπεπτικός
συμπέπτω
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερασμός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
View word page
συμπερατόω
συμπερᾰτόω,
A). = συμπεραίνω , Phlp. in de An. 588.4 .


ShortDef

to accomplish jointly

Debugging

Headword:
συμπερατόω
Headword (normalized):
συμπερατόω
Headword (normalized/stripped):
συμπερατοω
IDX:
98609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπερᾰτόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συμπεραίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phlp.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in de An.</span> <span class="bibl"> 588.4 </span>.</div> </div><br><br>'}