Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
View word page
συμπειθήνιος
συμπειθήνιος, ον,
A). obedient also, ς. ἔχειν τὸν κὰμνοντα Pall. in Hp. 2.109 D.


ShortDef

obedient also

Debugging

Headword:
συμπειθήνιος
Headword (normalized):
συμπειθήνιος
Headword (normalized/stripped):
συμπειθηνιος
IDX:
98589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπειθήνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obedient also</span>, <span class="quote greek">ς. ἔχειν τὸν κὰμνοντα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0726.tlg001:2:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0726.tlg001:2.109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hp.</span> 2.109 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}