Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
View word page
συμπατρονόμος
συμπατρονόμος
,
ὁ
,
A).
fellow
-
πατρονόμος, τῷ θεῷ Λυκούργῳ
BSA
27.226
(Sparta, ii A.D.): c.gen., ib.
239
.
ShortDef
fellow
Debugging
Headword:
συμπατρονόμος
Headword (normalized):
συμπατρονόμος
Headword (normalized/stripped):
συμπατρονομος
IDX:
98584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98585
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπατρονόμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>- <span class="quote greek">πατρονόμος, τῷ θεῷ Λυκούργῳ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BSA</span> 27.226 </span> (Sparta, ii A.D.): c.gen., ib.<span class="bibl"> 239 </span>.</div> </div><br><br>'}