Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
View word page
συμπαροτρύνω
συμπαρ-οτρύνω, = foreg., Sch.rec. S. El. 299 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαροτρύνω
Headword (normalized):
συμπαροτρύνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροτρυνω
IDX:
98574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-οτρύνω</span>, = foreg., Sch.rec.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg005.perseus-grc1:299" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg005.perseus-grc1:299/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">El.</span> 299 </a>.</div><br><br>'}