Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
View word page
συμπαρολισθάνω
συμπαρ-ολισθάνω,
A). slip past together with, τοῖς ὑγροῖς Plu. 2.699a .


ShortDef

slip past together with

Debugging

Headword:
συμπαρολισθάνω
Headword (normalized):
συμπαρολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρολισθανω
IDX:
98570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-ολισθάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slip past together with</span>, <span class="quote greek">τοῖς ὑγροῖς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.699a </span> .</div> </div><br><br>'}