Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
View word page
συμπάροικος
συμπάρ-οικος, ον,
A). dwelling beside together, Eup. 177 .


ShortDef

dwelling beside together

Debugging

Headword:
συμπάροικος
Headword (normalized):
συμπάροικος
Headword (normalized/stripped):
συμπαροικος
IDX:
98568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98569
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπάρ-οικος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dwelling beside together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:177" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:177/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eup.</span> 177 </a>.</div> </div><br><br>'}