Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
View word page
συμπαροδεύω
συμπαρ-οδεύω,
A). accompany, ψῦξις ς. τῇ ἀπεψίᾳ Herod. Med. ap. Aët. 4.45 .


ShortDef

accompany

Debugging

Headword:
συμπαροδεύω
Headword (normalized):
συμπαροδεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροδευω
IDX:
98567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-οδεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accompany</span>, <span class="quote greek">ψῦξις ς. τῇ ἀπεψίᾳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.</span> </span> Med. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg004:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg004:45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 4.45 </a>.</div> </div><br><br>'}