Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαροτρύνω
συμπαρουσία
View word page
συμπαρίπταμαι
συμπαρ-ίπταμαι,
A). fly along with, Luc. DDeor. 20.6 .


ShortDef

to fly along with

Debugging

Headword:
συμπαρίπταμαι
Headword (normalized):
συμπαρίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαριπταμαι
IDX:
98565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98566
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-ίπταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fly along with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg068:20:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg068:20.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">DDeor.</span> 20.6 </a>.</div> </div><br><br>'}