Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπάρειμι1
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
View word page
συμπάρθενος
συμπάρθενος, ,
A). fellow-maiden, Ael. VH 12.1 .


ShortDef

fellow-maiden

Debugging

Headword:
συμπάρθενος
Headword (normalized):
συμπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
συμπαρθενος
IDX:
98563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπάρθενος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-maiden</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg002:12:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg002:12.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 12.1 </a>.</div> </div><br><br>'}