Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι1
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
View word page
συμπαρήκω
συμπαρ-ήκω,
A). to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον ς. Plu. 2.1024c = 1032b .


ShortDef

to be present together with, accompany

Debugging

Headword:
συμπαρήκω
Headword (normalized):
συμπαρήκω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρηκω
IDX:
98562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-ήκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be present together with, accompany</span>, <span class="foreign greek">τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον ς</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1024c </span> = <span class="bibl"> 1032b </span>.</div> </div><br><br>'}