Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι1
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
View word page
συμπαρέρχομαι
συμπαρ-έρχομαι,
A). pass by together, Ph. 2.513 .


ShortDef

pass by together

Debugging

Headword:
συμπαρέρχομαι
Headword (normalized):
συμπαρέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρερχομαι
IDX:
98560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass by together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:513" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.513/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.513 </a>.</div> </div><br><br>'}