Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατροχάζω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι1
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
View word page
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρ-εισέρχομαι,
A). go in along with, μετά τινος Luc. Tim. 28 .


ShortDef

to go in along with

Debugging

Headword:
συμπαρεισέρχομαι
Headword (normalized):
συμπαρεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεισερχομαι
IDX:
98555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-εισέρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go in along with</span>, <span class="quote greek">μετά τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg022:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg022:28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tim.</span> 28 </a> .</div> </div><br><br>'}