Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατροχάζω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι1
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
View word page
συμπαρατροχάζω
συμπαρα-τροχάζω, = foreg., Id. 2.970b .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαρατροχάζω
Headword (normalized):
συμπαρατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατροχαζω
IDX:
98547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-τροχάζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.970b </span>.</div><br><br>'}