Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαραπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατροχάζω
συμπαρατυγχάνω
View word page
συμπαρασύρω
συμπαρα-σύρω [ῡ],'
A). throw in' incidentally, φατικῶς Phld. Mus. p.79K. , cf. p.54K.


ShortDef

throw in' incidentally

Debugging

Headword:
συμπαρασύρω
Headword (normalized):
συμπαρασύρω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρασυρω
IDX:
98538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-σύρω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>,\'<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw in\' incidentally</span>, <span class="quote greek">φατικῶς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mus.</span> p.79K. </span> , cf. <span class="bibl"> p.54K. </span> </div> </div><br><br>'}