Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαραπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
View word page
συμπαρασπίζω
συμπαρ-ασπίζω,
A). assist in battle together, Tz. H. 5.227 .


ShortDef

assist in battle together

Debugging

Headword:
συμπαρασπίζω
Headword (normalized):
συμπαρασπίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρασπιζω
IDX:
98534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-ασπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in battle together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:5:227" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:5.227/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 5.227 </a>.</div> </div><br><br>'}