Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαραπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
View word page
συμπαραπόλλυμι
συμπαρ-απόλλῡμι,
A). destroy along with: Med., perish along with or besides, D. 19.175 .


ShortDef

destroy along with

Debugging

Headword:
συμπαραπόλλυμι
Headword (normalized):
συμπαραπόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπολλυμι
IDX:
98531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-απόλλῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">destroy along with</span>: Med., <span class="tr" style="font-weight: bold;">perish along with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg019.perseus-grc1:175" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg019.perseus-grc1:175/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 19.175 </a>.</div> </div><br><br>'}