Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαραπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
View word page
συμπαραπληρωματικός
συμπαρα-πληρωματικός, , όν,
A). expletive, Sch. Ar. Ach. 1 .


ShortDef

expletive

Debugging

Headword:
συμπαραπληρωματικός
Headword (normalized):
συμπαραπληρωματικός
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπληρωματικος
IDX:
98530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-πληρωματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expletive</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ach.</span> 1 </a>.</div> </div><br><br>'}