Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαραπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
View word page
συμπαραπίπτω
συμπαρα-πίπτω,
A). occur to, θεωρήματα οὔπω ἡμῖν συμπαραπεπτωκότα prob. in Archim. Eratosth. p.430H.


ShortDef

occur to

Debugging

Headword:
συμπαραπίπτω
Headword (normalized):
συμπαραπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπιπτω
IDX:
98528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-πίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">occur to</span>, <span class="foreign greek">θεωρήματα οὔπω ἡμῖν συμπαραπεπτωκότα</span> prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0552.tlg010:p.430H" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0552.tlg010:p.430H/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archim.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eratosth.</span> p.430H. </a> </div> </div><br><br>'}