Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
View word page
συμπαραληπτικός
συμπαρα-ληπτικός, , όν,
A). disposed to take into counsel, ἑτέρων Phld. Vit. p.24J.


ShortDef

disposed to take into counsel

Debugging

Headword:
συμπαραληπτικός
Headword (normalized):
συμπαραληπτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπαραληπτικος
IDX:
98518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98519
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-ληπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disposed to take into counsel</span>, <span class="quote greek">ἑτέρων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg150:p.24J" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg150:p.24J/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.</span> p.24J. </a> </div> </div><br><br>'}