Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
View word page
συμπαρακμάζω
συμπαρ-ακμάζω,
A). decay simultaneously with, τινι Dsc. 2.180 .


ShortDef

decay simultaneously with

Debugging

Headword:
συμπαρακμάζω
Headword (normalized):
συμπαρακμάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακμαζω
IDX:
98512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-ακμάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">decay simultaneously with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.180 </span>.</div> </div><br><br>'}