Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
View word page
συμπαρακατακλίνω
συμπαρα-κατακλίνω [ῑ],
A). make to lie beside, τινά τινι D.C. 60.18 .


ShortDef

make to lie beside

Debugging

Headword:
συμπαρακατακλίνω
Headword (normalized):
συμπαρακατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακατακλινω
IDX:
98509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-κατακλίνω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make to lie beside</span>, <span class="quote greek">τινά τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:60:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:60.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 60.18 </a> .</div> </div><br><br>'}