Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
View word page
συμπαραιτέομαι
συμπαρ-αιτέομαι,
A). deprecate at the same time, A.D. Synt. 296.19 .


ShortDef

deprecate at the same time

Debugging

Headword:
συμπαραιτέομαι
Headword (normalized):
συμπαραιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραιτεομαι
IDX:
98505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρ-αιτέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deprecate at the same time</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:296:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:296.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Synt.</span> 296.19 </a>.</div> </div><br><br>'}