Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
View word page
συμπαραδίδωμι
συμπαρα-δίδωμι,
A). give up along with, Procl. in Cra. p.3P.


ShortDef

give up along with

Debugging

Headword:
συμπαραδίδωμι
Headword (normalized):
συμπαραδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραδιδωμι
IDX:
98502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρα-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give up along with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg009:p.3P" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg009:p.3P/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cra.</span> p.3P. </a> </div> </div><br><br>'}