Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμπαιστής
συμπαίστωρ
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
View word page
συμπαρά
συμπαρά
, Adv.
A).
in association
,
τῶν ς. αὐτῶν
,=
τῶν μετόχων
,
Ostr.Mich.
235
,
236
(iii A.D.).
ShortDef
in association
Debugging
Headword:
συμπαρά
Headword (normalized):
συμπαρά
Headword (normalized/stripped):
συμπαρα
IDX:
98495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98496
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαρά</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in association</span>, <span class="foreign greek">τῶν ς. αὐτῶν</span>,= <span class="foreign greek">τῶν μετόχων</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ostr.Mich.</span> 235 </span>,<span class="bibl"> 236 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}