Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμπάθησις
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιγνία
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαίκτωρ
συμπαίσδεν
συμπαιστής
συμπαίστωρ
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
View word page
συμπαίσδεν
συμ-παίσδεν, Dor. for συμπαίζειν, Theoc. 11.77 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαίσδεν
Headword (normalized):
συμπαίσδεν
Headword (normalized/stripped):
συμπαισδεν
IDX:
98484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμ-παίσδεν</span>, Dor. for <span class="foreign greek">συμπαίζειν</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:11:77" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:11.77/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 11.77 </a>.</div><br><br>'}