Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμός
συμπαγής
συμπαγία
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιγνία
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαίκτωρ
συμπαίσδεν
συμπαιστής
συμπαίστωρ
συμπαίω
συμπαιωνίζω
View word page
συμπαιγνία
συμπαιγνία
,
ἡ
,=
συμπαιγμός
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμπαιγνία
Headword (normalized):
συμπαιγνία
Headword (normalized/stripped):
συμπαιγνια
IDX:
98478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98479
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαιγνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">συμπαιγμός</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}