Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμωραίνω
συμός
συμπαγής
συμπαγία
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιγνία
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαίκτωρ
συμπαίσδεν
συμπαιστής
συμπαίστωρ
συμπαίω
View word page
συμπαιγμός
συμπαιγμός
,
ὁ
,
A).
collusion
, Mitteis
Chr.
31 vi 15
(ii B.C.),
Gloss.
ShortDef
collusion
Debugging
Headword:
συμπαιγμός
Headword (normalized):
συμπαιγμός
Headword (normalized/stripped):
συμπαιγμος
IDX:
98477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98478
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαιγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collusion</span>, Mitteis <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 31 vi 15 </span> (ii B.C.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}