Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμύω
συμμωραίνω
συμός
συμπαγής
συμπαγία
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιγνία
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαίκτωρ
συμπαίσδεν
συμπαιστής
συμπαίστωρ
View word page
συμπαιανίζω
συμπαιᾱνίζω,
A). v. συμπαιωνίζω .


ShortDef

to sing paeans

Debugging

Headword:
συμπαιανίζω
Headword (normalized):
συμπαιανίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιανιζω
IDX:
98476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμπαιᾱνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμπαιωνίζω</span> .</div> </div><br><br>'}