Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμός
συμπαγής
συμπαγία
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
View word page
συμμυολόγος
συμμῠολόγος
,
ον
,
A).
one that shuts up his words
,
Hsch.
ShortDef
one that shuts up his words
Debugging
Headword:
συμμυολόγος
Headword (normalized):
συμμυολόγος
Headword (normalized/stripped):
συμμυολογος
IDX:
98463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98464
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμῠολόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one that shuts up his words</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}