Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
View word page
συμμορφίζομαι
συμμορφ-ίζομαι, Pass.,
A). to be conformed to, τινι Ep.Phil. 3.10 .


ShortDef

to be conformed to

Debugging

Headword:
συμμορφίζομαι
Headword (normalized):
συμμορφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμορφιζομαι
IDX:
98457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμορφ-ίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be conformed to</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg011.perseus-grc1:3:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg011.perseus-grc1:3.10/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.Phil.</span> 3.10 </a>.</div> </div><br><br>'}