Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμοιράω
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
View word page
σύμμορος
σύμμορος, ον,
A). united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th. 4.93 .


ShortDef

united for purposes of taxation

Debugging

Headword:
σύμμορος
Headword (normalized):
σύμμορος
Headword (normalized/stripped):
συμμορος
IDX:
98455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">united in the same</span> <span class="quote greek">μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:4:93" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:4.93/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 4.93 </a> .</div> </div><br><br>'}