Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμνηστέον
συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
View word page
συμμοριάω
συμμορ-ιάω,
A). to be in the same συμμορία, Hsch.


ShortDef

to be in the same συμμορία

Debugging

Headword:
συμμοριάω
Headword (normalized):
συμμοριάω
Headword (normalized/stripped):
συμμοριαω
IDX:
98453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμορ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in the same</span> <span class="foreign greek">συμμορία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}