Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξ
συμμιξία
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμισέω
συμμισθόω
συμμισοπονηρέω
συμμνημόνευσις
συμμνημονεύω
συμμνήμων
συμμνηστέον
συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
View word page
συμμίσγω
συμμίσγω,
A). v. συμμείγνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμίσγω
Headword (normalized):
συμμίσγω
Headword (normalized/stripped):
συμμισγω
IDX:
98436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμίσγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συμμείγνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}