Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξ
συμμιξία
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμισέω
συμμισθόω
συμμισοπονηρέω
συμμνημόνευσις
View word page
συμμιμητής
συμμῑμ-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
joint imitator,
Ep.Phil.
3.17
.
ShortDef
a joint-imitator
Debugging
Headword:
συμμιμητής
Headword (normalized):
συμμιμητής
Headword (normalized/stripped):
συμμιμητης
IDX:
98430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98431
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμῑμ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint imitator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ep.Phil.</span> 3.17 </span>.</div> </div><br><br>'}