Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξ
συμμιξία
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμισέω
συμμισθόω
View word page
σύμμιλτος
σύμμιλτος, ον,
A). coated with vermilion, IG 7.3073.117 , al. (Lebadea).


ShortDef

coated with vermilion

Debugging

Headword:
σύμμιλτος
Headword (normalized):
σύμμιλτος
Headword (normalized/stripped):
συμμιλτος
IDX:
98428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμιλτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coated with vermilion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.3073.117 </span>, al. (Lebadea).</div> </div><br><br>'}