Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξ
συμμιξία
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμισέω
View word page
σύμμικτος
σύμμικτος,
A). v. σύμμεικτος .


ShortDef

commingled, promiscuous

Debugging

Headword:
σύμμικτος
Headword (normalized):
σύμμικτος
Headword (normalized/stripped):
συμμικτος
IDX:
98427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμικτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύμμεικτος</span> .</div> </div><br><br>'}