Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξ
συμμιξία
σύμμιξις
συμμίσγω
View word page
σύμμιγμα
σύμμιγμα
,
ατος
,
τό
,
A).
commixture
,
Plu.
2.922a
,
955a
.
ShortDef
commixture
Debugging
Headword:
σύμμιγμα
Headword (normalized):
σύμμιγμα
Headword (normalized/stripped):
συμμιγμα
IDX:
98426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98427
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμιγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">commixture</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.922a </span>, <span class="bibl"> 955a </span>.</div> </div><br><br>'}