Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
View word page
συμμητιάομαι
συμμητῐάομαι,
A). take counsel with or together, Il. 10.197 .


ShortDef

to take counsel with

Debugging

Headword:
συμμητιάομαι
Headword (normalized):
συμμητιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμητιαομαι
IDX:
98419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμητῐάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take counsel with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:10:197" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:10.197/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 10.197 </a>.</div> </div><br><br>'}