Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
συμμίγδην
συμμιγής
σύμμιγμα
View word page
συμμηρύομαι
συμμηρ-ύομαι,
A). wind together, connect, M.Ant. 8.23 ( Pass.).


ShortDef

wind together, connect

Debugging

Headword:
συμμηρύομαι
Headword (normalized):
συμμηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμηρυομαι
IDX:
98416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμηρ-ύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wind together, connect</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:8:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:8.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 8.23 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}