Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγᾰ
View word page
σύμμηνος
σύμμην-ος
,
ὁ
,
A).
colleague on the monthly committee
of
ναοποιοί
Supp.Epigr.
4.535.16
,
536
(Ephesus).
ShortDef
colleague on the monthly committee
Debugging
Headword:
σύμμηνος
Headword (normalized):
σύμμηνος
Headword (normalized/stripped):
συμμηνος
IDX:
98413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98414
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμην-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colleague on the monthly committee</span> of <span class="quote greek">ναοποιοί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 4.535.16 </span> , <span class="bibl"> 536 </span> (Ephesus).</div> </div><br><br>'}