Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
View word page
συμμηνιακός
συμμην-ιακός, , όν,
A). monthly, σύνοδος ibid.


ShortDef

monthly

Debugging

Headword:
συμμηνιακός
Headword (normalized):
συμμηνιακός
Headword (normalized/stripped):
συμμηνιακος
IDX:
98412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμην-ιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">monthly</span>, <span class="foreign greek">σύνοδος</span> ibid.</div> </div><br><br>'}