Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
View word page
συμμηνία
συμμην-ία
,
ἡ
,(
μήνη
)
A).
period when the moon does not shine, Peripl. M.Rubr.
46
codd.(
νεομηνία
cj. Müller): pl.,
Theo Sm.
p.194
H.
ShortDef
period when the moon does not shine
Debugging
Headword:
συμμηνία
Headword (normalized):
συμμηνία
Headword (normalized/stripped):
συμμηνια
IDX:
98411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98412
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμην-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">μήνη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period when the moon does not shine, Peripl. M.Rubr.</span> <span class="bibl"> 46 </span> codd.(<span class="foreign greek">νεομηνία</span> cj. Müller): pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theo Sm.</span> p.194 </span> H.</div> </div><br><br>'}