Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
View word page
συμμετρότης
συμμετρ-ότης, ητος, ,= συμμετρία, Gal. 19.491 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετρότης
Headword (normalized):
συμμετρότης
Headword (normalized/stripped):
συμμετροτης
IDX:
98410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετρ-ότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">συμμετρία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.491 </span>.</div><br><br>'}