Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
View word page
συμμέτριος
συμμέτρ-ιος, ον,
A). of the same class or standard, PMasp. 310.10 (vi A.D.), PLond. 5.1711.28 (vi A.D.).


ShortDef

of the same class

Debugging

Headword:
συμμέτριος
Headword (normalized):
συμμέτριος
Headword (normalized/stripped):
συμμετριος
IDX:
98408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμέτρ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the same class</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">standard,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 310.10 </span> (vi A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 5.1711.28 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}